- σύνδουλος
- ὁ, ἡ, και τ. θηλ. συνδούλη, ΜΑ [δοῡλος]μτφ. σύντροφος, ιδίως στην υπηρεσία τού Χριστού («ἀπὸ Ἐπαφρᾱ τοῡ ἀγαπητοῡ συνδούλου ἡμῶν», ΚΔ)αρχ.αυτός που υπηρετεί ως δούλος τού ίδιου δεσπότη, αφέντη μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον.
Dictionary of Greek. 2013.